Ελαιοκαλλιέργεια
Το πράσινο της ελιάς κυριαρχεί στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του Λυθροδόντα. Οι κάτοικοι του χωριού από πολύ παλιά ασχολούνταν με την ελαιοκαλλιέργεια, αλλά και την παραγωγή λαδιού. Οι ελιές είναι σήμερα, όπως υπογραμμίζει ο Καρούζης, «το κύριο εισόδημα των χωρικών, ιδιαίτερα εκείνων που δεν πήραν το δρόμο του ‘μεροκάματου’ στη σχετικά κοντινή πρωτεύουσα».
Οι Λυθροδοντιάτες με πολλή κόπο και αγάπη εργάζονται στους ελαιώνες. Η φροντίδα του εδάφους, το κλάδεμα των ελαιόδεντρων, η ισυλλογή των καρπών αποτελούν τις βασικότερες καλλιεργητικές εργασίες των ελαιοκαλλιεργητών.
Μια από τις πρώτες εργασίες των καλλιεργητών είναι η φροντίδα του εδάφους. Συγκεκριμένα, προετοιμάζουν κατάλληλα το έδαφος, το εμπλουτίζουν με θρεπτικά συστατικά και το απαλλάσσουν από ζιζάνια.
Άλλη σημαντική εργασία για την παραγωγικότητα των ελαιόδεντρων είναι το κλάδεμα, το οποίο γίνεται είτε στις αρχές της άνοιξης, είτε κατά την περίοδο της συγκομιδής. Με το κλάδεμα οι περιττοί κλάδοι αφαιρούνται και έτσι «τροφοδοτούνται» μόνο οι καρποφόροι κλάδοι.
Η σωστή άρδευση των ελαιόδεντρων συμβάλλει και αυτή στην αύξηση της παραγωγής, αλλά και στην ποιότητα των καρπών. Παρόλο που οι ελαιώνες δεν απαιτούν συχνό πότισμα, εντούτοις η άρδευση των ελαιόδεντρων είναι καθοριστική για την καρποφορία, κυρίως τους μήνες της ανθοφορίας- ανοιξιάτικους μήνες.
Από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, πραγματοποιείται το μάζεμα των ελιών, γνωστό ως «λούβισμα». Για το «λούβισμα» των ελιών χρησιμοποιείται η μέθοδος του ραβδισμού ή αλλιώς «βάκλισμα» αλλά και σύγχρονες μέθοδοι με μηχανήματα. Η παραδοσιακή μέθοδος για το μάζεμα των καρπών της ελιάς , το «βάκλισμα», που μόλις προαναφέρθηκε, το πραγματοποιούν οι χωρικοί χτυπώντας το ελαιόδεντρο με ένα ξύλινο ραβδί, τη «βάκλα». Οι καρποί της ελιάς συγκεντρώνονται στα τεράστια πανιά που τοποθετούνται κάτω από τα ελαιόδεντρα. Στη συνέχεια, οι ελιές τοποθετούνται σε κασόνια και συνήθως οδηγούνται στο ελαιοτριβείο για την παραγωγή ελαιόλαδου.
Όσο αφορά τον πολλαπλασιασμό των ελαιόδεντρων, η παραδοσιακή μέθοδος που χρησιμοποιείται από τους ελαιοκαλλιεργητές είναι ο εμβολιασμός, δηλαδή η προσαρμογή ενός κλαδιού ελιάς σ’ άλλο δέντρο. Μετά τη φύτευση του ελαιόδεντρου, πρέπει να περάσουν τουλάχιστον τρία χρόνια για να καρποφορήσει.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως στους ελαιώνες του Λυθροδόντα μπορεί να συναντήσει κανείς αιωνόβιες ελιές. Οι Λυθροδοντιάτες, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Καρούζης, «είναι περήφανοι για τις ελαιοφυτείες τους, μερικές από τις οποίες ίσως να ’χουν μια ηλικία πέραν χιλίων χρόνων».
Πηγές:
Ιωνάς Ιωάννης, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001
Γιώργου Καρούζη, Περιδιαβάζοντας την Κύπρο, Λευκωσία, Πόλη και Επαρχία, Λευκωσία 2001, σ.301-303
Φυσικό Περιβάλλον
Η Φύση έντυσε με τα ομορφότερα χρώματα της το Λυθροδόντα, υπερισχύουν το πράσινο του πεύκου και της ελιάς. Άγρια βλάστηση σμίγει με τις καλλιεργημένες εκτάσεις δημιουργώντας ένα υπέροχο τοπίο.
Ειδικότερα, στα βόρεια του Λυθροδόντα κυρίαρχη καλλιέργεια είναι η ελιά, γι’ αυτό και ο Καρούζης αναφέρει πως «ίσως στο Λυθροδόντα να βρίσκεται η μεγαλύτερη έκταση ελαιόδεντρων στην Κύπρο». Η ελαιοκαλλιέργεια άλλωστε αποτελεί μια από τις βασικές ασχολίες των κατοίκων του Λυθροδόντα. Περισσότερα: Ελαιοκαλλιέργεια
Εκτός από ελιές, στο Λυθροδόντα καλλιεργούνται διάφορα οπωροφόρα δέντρα, όπως αχλαδιές, συκιές, μηλιές, ροδακινιές, χρυσομηλιές δαμασκηνιές, αλλά και πολλά λαχανικά . Στην ενασχόληση με την καλλιέργεια φρουτόδεντρων και λαχανικών φαίνεται πως βοήθησε η κατασκευή φραγμάτων. Συγκεκριμένα, όπως ο Καρούζης, τα δύο μικρά λιθόκτιστα φράγματα που κατασκευάστηκαν στα χρόνια της αγγλοκρατίας, το πρώτο το 1944 και το δεύτερο το 1952, «με σκοπό ν’ αρδευτούν κάπου 33 εκτάρια γης».
Παλαιότερα, στο χωριό υπήρχαν εκτός από πολλοί ελαιώνες και πολλοί αμπελώνες, στους οποίους αναφέρεται και ο Γκωντρύ. Υπήρχαν, κυρίως, αμπέλια οινοποιήσιμων ποικιλιών, κατάλληλα για την παρασκευή κουμανταρίας.
Οι ακαλλιέργητες εκτάσεις του χωριού καλύπτονται με άγρια βλάστηση, όπως, πεύκα, «μαζιές», θυμαριές, «ξισταρκές» και σπαλαθιές. Για την «άγρια» ομορφιά που συναντά κανείς στο Λυθροδόντα, ο Καρούζης γράφει: «ο φυσιολατρικός ταξιδευτής θα πρέπει να επισκεφτεί τον Προφήτη Ηλία ή την Κυπροβάσα ή θα πρέπει ν’ ακολουθήσει κάποιο μονοπάτι προς τον Μαχαιρά. Είναι τότε που θα χαρεί το άγριο τοπίο, τις βαθιές χαραγές που άνοιξαν τα ρυάκια, τις απότομες αλλά δασωμένες πλευρές του βουνού, τις αιχμηρές κορφές και τις βαθύσκιες ρεματιές. Πλουσιότατη η βλάστηση στο άγριο τούτο τοπίο για να το χαρεί ο ειδικός επιστήμονας, ο βοτανολόγος ή δασολόγος. Αξιόλογη η ιστορία του παλιού μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, όπως βέβαια και του γειτονικού μοναστηριού του Μαχαιρά. Τα Κιόνια με τον ειδικό σταθμό στην κορυφή προβάλλουν στο βάθος του τοπίου. Δεν είναι μόνο η κρατική γη που ‘ναι καλυμμένη μ’ άγρια βλάστηση, αλλά κι ένα πολύ μεγάλο μέρος της ιδιωτικής έκτασης του χωριού».
Πηγές:
Γιώργου Καρούζη, Περιδιαβάζοντας την Κύπρο, Λευκωσία,, Πόλη και Επαρχία, Λευκωσία 2001
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 9
Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα
Γραμμικό Πάρκο
Το Γραμμικό Πάρκο Λυθροδόντα, το «στολίδι» της κοινότητας, μήκους 500 μέτρων, είναι ένα από τα έργα που έγιναν για να εξωραϊστεί μέρος της κοίτης του ποταμού Κατούρη.
Τα εγκαίνια του Γραμμικού Πάρκου τελέστηκαν από τον έντιμο Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, κ. Δημήτρη Ηλιάδη, στις 23 Ιανουαρίου του 2011. Για την υλοποίηση του έργου, σημαντική ήταν η συμβολή του προέδρου και των μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου από τον Ιανουάριο του 2007, όταν ανέλαβαν καθήκοντα, αλλά και όλων των υπόλοιπων εμπλεκομένων, του Έπαρχου Λευκωσίας, κ. Αργύρη Παπαναστασίου, το Τμήμα Υδάτων, και τον Πολιτικό Μηχανικό, κ. Χαράλαμπο Χαραλάμπους.
Το κόστος του έργου ανήλθε στις €100.000 και εξασφαλίστηκε από διάφορους πόρους της κοινότητας. Αυτό αποτελεί ένα από τα έργα που, όπως αναφέρθηκε στην ομιλία που εκφωνήθηκε κατά την τέλεση των εγκαινίων, «σηματοδοτεί τις προσπάθειες που γίνονται από το Κοινοτικό Συμβούλιο για αξιοποίηση και άλλων χώρων πρασίνου που υπάρχουν στην κοινότητα μας».
Πηγή:
Ομιλία που εκφωνήθηκε κατά την τέλεση των εγκαινίων που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2011.
Φράγματα
Σε ένα γαλήνιο, πνιγμένο στο πράσινο τοπίο, βρίσκονται τα φράγματα του Λυθροδόντα. Ιδιαίτερα ξεχωριστές είναι οι στιγμές που το νερό ρέει άφθονο στα φράγματα.
Στο Λυθροδόντα υπάρχουν δυο φράγματα του ποταμού Κουτσού, το Πάνω και το Κάτω Φράγμα. Το Πάνω Φράγμα βρίσκεται στην περιοχή Ζαχαρά, ενώ το Κάτω στο δρόμο του Προφήτη Ηλία.
Πάνω Φράγμα
Το Πάνω Φράγμα κατασκευάστηκε το 1945 και έχει χωρητικότητα 32.000 κυβικά μέτρα νερού (m ³) και ύψος 10 μέτρα.
Κάτω Φράγμα
Το Κάτω Φράγμα κατασκευάστηκε το 1952 και έχει χωρητικότητα 32.000 κυβικά μέτρα νερού (m ³) και ύψος 11 μέτρα.
Σκοπός της κατασκευής αμφότερων των φραγμάτων είναι η άρδευση της καλλιεργήσιμης γης τους καλοκαιρινούς μήνες. Ειδικότερα, το νερό των φραγμάτων χρησιμοποιείται για την άρδευση των κυρίων καλλιεργειών, των ελαιόδεντρων και των κηπευτικών.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα φράγματα υπερχείλισαν τόσο τον Οκτώβρη του 2004 όσο και το Γενάρη του 2010.
Πηγές:
Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα
http://www.moa.gov.cy/moa/wdd/Wdd.nsf/dams_gr/dams_gr?OpenDocument
Πυρκαγιές
Ο Λυθροδόντας την τελευταία δεκαετία υπέφερε από καταστροφικές πυρκαγιές. Οι πυρκαγιές του 2002 και του καλοκαιριού του 2010 ήταν από τις χειρότερες που έγιναν στην περιοχή.
Η πυρκαγιά του 2002 προκλήθηκε από ανθρώπινη αιτία και είχε διάρκεια τρεις μέρες. Για την κατάσβεσή της εργάστηκαν ο έπαρχος, η Πολιτική Άμυνα, ο στρατός και οι κάτοικοι του Λυθροδόντα. Για την επούλωση των καταστροφών, το Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα ζήτησε από το Τμήμα Δασών την αναδάσωση.
Τέλη Αυγούστου του 2010 τέθηκαν κακόβουλα τέσσερις πυρκαγιές, οι οποίες για δυο μέρες μαίνονταν καταστροφικά. Στην κατάσβεσή τους βοήθησαν, όπως και το 2002, ο έπαρχος, το Τμήμα Δασών, η Πολιτική Άμυνα, ο στρατός αλλά και οι κάτοικοι του Λυθροδόντα.
Δυστυχώς από τις πυρκαγιές τόσο του 2002 όσο και του 2010, καταστράφηκε ένα σημαντικό μέρος βλάστησης. Πεύκα και θαμνώδης βλάστηση τυλίχτηκαν στις φλόγες. Πιο συγκεκριμένα, η τελευταία πυρκαγιά προκάλεσε την καταστροφή διακόσιων εκταρίων γης με πεύκα και θαμνώδη βλάστηση.
Πηγή:
Κοινοτικό Συμβούλιο Λυθροδόντα